- φέρμελη
- η фёрмели (расшитый золотом мужской жилет— часть национальной греческой одежды)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
φέρμελη — η, Ν χρυσοποίκιλτο ή μεταξωτό ανδρικό γιλέκο το οποίο φορούσαν με την φουστανέλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλβ. fermel e] … Dictionary of Greek
φέρμελη — η (λ. αλβαν.), αντρικό γιλέκο χρυσοποίκιλτο ή μεταξοκέντητο, που φοριέται με τη φουστανέλα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
fermenea — FERMENEÁ, fermenele, s.f. Haină scurtă făcută din stofă brodată cu fir sau cu mătase, uneori căptuşită cu blană, pe care o purtau odinioară boierii peste anteriu; scurteică îmblănită cu blană de oaie, purtată de ţărani. – Din tc. fermene. Trimis… … Dicționar Român